λούσο

λούσο
το
(λ. ιταλ.), πολυτέλεια, μεγαλοπρέπεια: Εμφανίστηκε ντυμένη με λούσα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λούσο — το 1. πολυτελής καλλωπισμός, ιδίως τής ενδυμασίας 2. πολυτέλεια 3. φρ. «άσ τα λούσα» ή «ας σού λείπουν τα λούσα» άσε τα προσχήματα, μίλα σταράτα, χωρίς περιστροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lusso < λατ. luxus «πολυτέλεια»] …   Dictionary of Greek

  • λουσάρω — και λουσαρίζω [λούσο] ντύνω κάποιον πολυτελώς, καλλωπίζω …   Dictionary of Greek

  • λουσάτος — η, ο [λούσο] 1. ντυμένος με πολυτέλεια, καλλωπισμένος 2. (για πράγματα) κατασκευασμένος ή στολισμένος με πολυτέλεια, φιγουράτος («λουσάτο έπιπλο») …   Dictionary of Greek

  • πολυτέλεια — η, ΝΑ [πολυτελής] 1. το να ζει κανείς ξοδεύοντας πολλά χρήματα, πολυδάπανα («τὴν εὐδαιμονίαν οἰομένῳ τρυφὴν καὶ πολυτέλειαν εἶναι», Ξεν.) 2. ο πλούτος τής εμφάνισης, η μεγαλοπρέπεια, το λούσο νεοελλ. 1. (οικον.) η χρήση αντικειμένων και η δαπάνη… …   Dictionary of Greek

  • πολυτέλεια — η 1. καθετί που αποτελεί περιττή δαπάνη: Να έχουμε τα απαραίτητα και να λείπουν οι πολυτέλειες. 2. πλούτος, πλούσια εμφάνιση, λούσο: Μεγάλη πολυτέλεια έχουν στο σπίτι τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”